- απαργμα
- ἄπαργμα-ατος τό только pl. Arph., Plut. = ἀπαρχή См. απαρχη 2
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
άπαργμα — ἄπαργμα, το (Α) [απάρχω] 1. απαρχή* 2. ο πρώτος καρπός της σοδειάς … Dictionary of Greek
ἄπαργμα — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαργμάτων — ἄπαργμα neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπάργματα — ἄπαργμα neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπάργματος — ἄπαργμα neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τἀπάργματα — ἀπάργματα , ἄπαργμα neut nom/voc/acc pl ἐπάργματα , ἐπάργματα neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)